- σάρπι
- το, Ν1. είδος αμερικανικού αλιευτικού σκάφους με οξεία πλώρη, μικρό βύθισμα και έναν ή δύο ιστούς που φέρουν τριγωνικά ιστία2. είδος σκάφους ιστιοπλοϊκών αγώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sharpie < sharp «κοφτερός, οξύς, ταχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.