σάρπι

σάρπι
το, Ν
1. είδος αμερικανικού αλιευτικού σκάφους με οξεία πλώρη, μικρό βύθισμα και έναν ή δύο ιστούς που φέρουν τριγωνικά ιστία
2. είδος σκάφους ιστιοπλοϊκών αγώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sharpie < sharp «κοφτερός, οξύς, ταχύς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Kallithea, Lemnos — Kallithea (Greek: Καλλιθέα meaning great view), accented forms: Kallithéa and Kalithéa is a village in the Greek island of Limnos, and is the seat of Nea Koutali. Its 2001 population was 138 for the village and the municipal district. The older… …   Wikipedia

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”